ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Η Μαρία Ρεπούση, είναι ένας άνθρωπος που δεν της αρέσει να μασά τα λόγια της και λέει την άποψή της χωρίς να λαμβάνει υπόψη το όποιο πολιτικό κόστος. Πρώην βουλευτής και καθηγήτρια του ΑΠΘ η κ. Ρεπούση υπήρξε από τους πρωτεργάτες της «Γέφυρας» που συνέδεσε τον ΣΥΡΙΖΑ με άλλους πολιτικούς χώρους, πρόσωπα και συλλογικότητες της κεντροαριστεράς με αποτέλεσμα την μετατροπή του σε ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία. Μιλώντας στο GRTimes.gr η κ. Ρεπούση αναφέρεται στην διαφορά του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ που κυβέρνησε από εκείνον που δημιούργησε ο Αλέξης Τσιπρας. Δηλώνει παρούσα στις επόμενες εθνικές εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν είναι υποψήφια ευρωβουλευτής, χαρακτηρίζει τη Συμφωνία των Πρεσπών ως μια καλή συμφωνία και αναφέρεται στο bullying και τις επιθέσεις που έχει δεχτεί προκειμένου να μην λέει τις απόψεις της.
Κυρία Ρεπούση πρόσφατα μέσω facebook ανακοινώσατε ότι δεν θα είστε υποψήφια ευρωβουλευτής με τα παραπολιτικά σχόλια να δίνουν και να παίρνουν για την απόφασή σας αυτή; Γιατί δεν θα «κατεβείτε» στις ευρωεκλογές;
Είχα εξαρχής συναρτήσει την υποψηφιότητά μου με το χρόνο που θα είχα έτσι ώστε να την υποστηρίξω όπως θα ήθελα. Όπως έλεγα και στην ανακοίνωσή μου η δουλειά μου στο πανεπιστήμιο είναι απαιτητική και στο διάστημα που απέμενε έκρινα ότι τα χρονικά περιθώρια ήταν ασφυκτικά. Μετά, η ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων σε τμήματα πιστεύω ότι δημιουργεί συνθήκες ανισοτιμίας ανάμεσα στους/στις υποψηφίους/ες πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν υποψήφιοι υπουργοί ή βουλευτές που διαθέτουν υποδομές που δεν έχουν οι συνυποψήφιοί τους. Τα πολιτικά κόμματα έχουν βέβαια τους σχεδιασμούς τους και το σέβομαι αυτό, μόνο που μερικές φορές αυτοί οι σχεδιασμοί δεν υπολογίζουν τον ανθρώπινο παράγοντα.
Θα σας ενδιέφερε να είστε υποψήφια βουλευτής στις επόμενες εθνικές εκλογές;
Έχω δηλώσει παρούσα στο εγχείρημα της συγκρότησης της προοδευτικής συμμαχίας με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ. Πιστεύω στην αναγκαιότητά του και είμαι διατεθειμένη να το υπηρετήσω από όποια θέση.
Υπήρξατε βουλευτής της ΔΗΜΑΡ, το κόμμα που δημιουργήσατε με τον Φώφη Κουβέλη επειδή είχατε διαφωνήσει με τον Αλέξη Τσίπρα στο εσωτερικό πεδίο. Τι άλλαξε και σήμερα τον υποστηρίζετε;
Το κόμμα το δημιουργήσαμε όχι μόνον όσοι και όσες αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και συλλογικότητες που δεν ήταν στο ΣΥΡΙΖΑ. Προσωπικά συμμετείχα στην ίδρυση της ΔΗΜΑΡ μέσω της «Αριστερά Σήμερα» [ΑΡ.ΣΗ], μιας συλλογικότητας που είχαμε δημιουργήσει με πρόεδρο το Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Ο Μιχάλης όμως δυστυχώς δεν υπήρχε πια. Τώρα αν και δεν συμμετείχα στο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλω να αποφύγω την ουσία της ερώτησής σας. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της εποχής έχει μεγάλες διαφορές από το σημερινό που κυβέρνησε και πιστεύω ότι συνειδητοποίησε την απόσταση ανάμεσα στις διακηρύξεις και στις πράξεις. Σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό ένα ώριμο αριστερό κόμμα με ανοικτά τα μάτια και τ' αυτιά του και στην κεντροαριστερά και στην αριστερή σοσιαλδημοκρατία.
Μετά την μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε Προοδευτική Συμμαχία η «Γέφυρα» υφίσταται;
Υφίσταται αλλά οφείλει κι αυτή να επιλύσει ουσιαστικά ζητήματα λειτουργίας αν θέλει να συνεχίσει να υπάρχει.
Είστε μια πολιτικός, πανεπιστημιακός, ένας άνθρωπος που έχετε δεχτεί επιθέσεις για τις απόψεις σας για τους Ποντίους, την Μικρασιατική Καταστροφή, το Μακεδονικό. Σκεφτήκατε ποτέ να σταματήσετε να μιλάτε λόγω... bullying;
Πράγματι έχω δεχθεί πολλές επιθέσεις και εκφοβισμό προκειμένου να μην εκφράζω τις απόψεις μου. Και ακόμα έχω αντιμετωπίσει την χωρίς όρια παραποίηση αυτών των απόψεων. Όσο κι αν πολλές φορές ήρθα αντιμέτωπη με ακραία φαινόμενα ανθρωποφαγίας, αυτό που δεν σκέφθηκα είναι να προσαρμόσω τις απόψεις αυτές στις κυρίαρχες εθνολαϊκιστικές επιταγές. Αυτή ήταν η αντίστασή μου. Τώρα αν σκέφθηκα να σιωπήσω ή να αποσυρθώ, πρέπει να πω ότι το σκέφθηκα πολλές φορές. Βρέθηκα ξαφνικά από έναν σχετικά προφυλαγμένο χώρο όπως είναι το πανεπιστήμιο στην πολιτική, μια πραγματική αρένα που κυριαρχεί ο σεξισμός και ο εθνικισμός και δεν βασιλεύει η κοινή λογική. Δεν επιτρέπεται για παράδειγμα να λες δημόσια αυτό που σκέφτεσαι και που πολλοί άλλοι άνθρωποι σκέπτονται και λένε στην καθημερινή τους επικοινωνία χωρίς να υπολογίσεις το πολιτικό κόστος. Δεν επιτρέπεται να υποστηρίζεις κοινούς ιστοριογραφικούς τόπους, βασικά ιστορικά δεδομένα όταν αυτά δεν εντάσσονται στον κανόνα της εθνικής ορθότητας που τείνει να γίνει κανόνας εθνικής τρομοκρατίας.
Είναι πρόθεσή σας να προκαλείτε;
Καθόλου. Και ενδεχομένως δεν θα το πιστέψετε ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν φανταζόμουν ότι η τοποθέτησή μου θα προκαλούσε αντιδράσεις. Θυμάμαι για παράδειγμα την ομιλία μου για το ζήτημα της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη μέση εκπαίδευση όπου είχα κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην αρχαιογνωσία και την αρχαιογλωσσία υποστηρίζοντας ότι η εμμονή στην αρχαία γλώσσα είναι συχνά εμπόδιο για τη γνωριμία με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Τα παιδιά έλεγα δεν προλαβαίνουν να προσεγγίσουν τις ιδέες αυτού του πολιτισμού αν προϋπόθεση είναι η γνώση των αρχαίων ελληνικών. Τα αρχαία ελληνικά ανέφερα επίσης νομίζοντας ότι λέω τα αυτονόητα, είναι απαραίτητα για όσα παιδιά ακολουθούν κλασικές σπουδές αλλά θα πρέπει να είναι προαιρετικά για τα υπόλοιπα κυρίως αυτά που φοιτούν στην επαγγελματική εκπαίδευση. Γιατί κι εκεί ήθελαν να επιβάλλουν τα αρχαία ελληνικά. Δεν φανταζόμουν πόσο σφοδρές δημόσιες αντιδράσεις θα προκαλούσε αυτή μου η τοποθέτηση. Νόμιζα ότι υποστήριζα κοινής λογικής πράγματα, τα οποία οι άνθρωποι στις καθημερινές τους κουβέντες συνομολογούν. Όχι όμως στο δημόσιο χώρο της πολιτικής
Έχετε υπερασπιστεί τη Συμφωνία των Πρεσπών. Γιατί, επιστημονικά, αυτή η Συμφωνία είναι καλή; Η πλειονότητα του ελληνικού λαού αντιδρά.
Αντιδρά διότι έμαθε ψευδώς ότι η Μακεδονία είναι Μία και Ελληνική, ότι η Ελλάδα έχει πάντα δίκιο, και άδικο οι άλλοι, ότι οι ξένοι μας χρωστάνε διότι τους χαρίσαμε τον πολιτισμό μας, ότι είμαστε ο στόχος συνωμοτών, κλπ. Η αντίδραση είναι αποτέλεσμα μιας μονοπρισματικής και προκατειλημμένης ιστορικής κουλτούρας που διαμορφώθηκε και στο σχολείο αλλά και εκτός σχολείου και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για να μείνουν τα πράγματα ως έχουν και η χώρα να παραμένει δέσμια της συντήρησης και της κλειστοφοβίας. Είναι επίσης πολύ βολική. Άσπρο-Μαύρο. Εύκολη. Η συμφωνία των Πρεσπών είναι από πολιτική άποψη μια πολύ καλή συμφωνία που έχει την ιστορία με το μέρος της.
Συμμερίζεστε την άποψη πως στα Συλλαλητήρια και τις Διαμαρτυρίες για το Μακεδονικό, πηγαίνουν «ακροδεξιοί- φασίστες» όπως λένε τα στελέχη της κυβέρνησης;
Κανείς δεν υποστηρίζει ότι μόνον οι ακροδεξιοί και οι φασίστες πήγαν στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Πήγαν πολλοί και πολλές των οποίων τα πατριωτικά αισθήματα αξιοποίησαν για δικό τους όφελος τα κόμματα, κυρίως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Δεν μπορούμε όμως να μην βλέπουμε ότι ο σκληρός πυρήνας των συλλαλητηρίων ήταν ακροδεξιοί και εθνικιστές και ότι η Χρυσή Αυγή έτριβε τα χέρια της με αυτά τα συλλαλητήρια. Πιστεύω ακόμα ότι η υιοθέτηση της ατζέντας αυτής από την παραδοσιακή δεξιά ενδυναμώνει την ακροδεξιά και τη νομιμοποιεί πλήρως. Με άλλα λόγια νομίζει ότι θα την αναχαιτίσει αλλά της στρώνει το δρόμο
Πρόσφατα σας είδα στα εγκαίνια του εκλογικού κέντρου της Κατερίνας Νοτοπούλου. Είστε καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Πιστεύετε η κ. Νοτοπούλου θα είναι καλή δήμαρχος εάν εκλεγεί; Την στηρίζετε;
Την κ. Νοτοπούλου δεν τη γνώριζα και πρέπει να σας πω ότι σχημάτισα πολλή καλή εντύπωση γνωρίζοντάς την. Είναι ένας νέος άνθρωπος που ξέρει τι λέει και φαίνεται να τα βγάζει πέρα σε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Μακάρι να εκλεγεί και προσωπικά κάνω ότι μπορώ γι' αυτό. Πιστεύω κι εγώ ότι η πόλη δεν πρέπει να ξαναγυρίσει στο σκοτεινό παρελθόν της που διακόπηκε ευτυχώς με τη δημαρχία του Γιάννη Μπουτάρη. Ξέρετε η Θεσσαλονίκη έγινε η δεύτερη πόλη μου. Και την αγαπώ πολύ. Μετά τον Πειραιά βέβαια όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Σας έχει λείψει η πολιτική;
Η γενιά μου, η γενιά του πολυτεχνείου και της πρώιμης Μεταπολίτευσης είναι άρρωστη με την πολιτική. Μας πότισε η πολιτική και έγινε για πολλούς και πολλές στοιχείο της ταυτότητας μας. Και δεν είναι μόνο η πολιτική της κεντρικής πολιτικής σκηνής αλλά και η πολιτική στην καθημερινότητά μας, στην επικοινωνία μας με φίλους. Βγαίνουμε να μιλήσουμε, να πούμε τα νέα μας και εκτός από τα προσωπικά, της αφιερώνουμε χρόνο της πολιτικής, τη νοιαζόμαστε. Δεν υπάρχει αυτό σε νεότερες γενιές. Και δεν οφείλεται μόνο στην απαξίωση της πολιτικής. Είναι διαφορετικοί οι πολιτικοί χρόνοι. Εμείς μεγαλώσαμε σε ένα μεστό πολιτικό χρόνο και επιπλέον θεωρούσαμε ότι είναι στο χέρι μας ν' αλλάξουμε τα πράγματα. Στους νεότερους ανθρώπους δεν υπάρχουν ανάλογες προσδοκίες.
Συνέντευξη στο GR TIMES
Συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού
Την φοβίζει η πόλωση, την έχει πείσει για τις προθέσεις του ο Αλ. Τσίπρας, πιστεύει στην ανάγκη σύγκλισης των δυνάμεων της αριστεράς με την κεντροαριστερά, δεν βλέπει τη "Γέφυρα" σαν συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ. Η Μαρία Ρεπούση, καθηγήτρια ιστορίας στο ΑΠΘ, έχει συνηθίσει να γίνεται στόχος κάνοντας επιλογές κόντρα στο ρεύμα. Η συμμετοχή της στη "Γέφυρα", και μάλιστα σε κεντρικό ρόλο, είναι απλώς άλλη μια αφορμή για να δεχθεί επιθέσεις. Και για να τις αντέξει.
Η Γέφυρα είναι πολιτική κίνηση; Θα κατέβει στις εκλογές ως συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ;
«Η Γέφυρα δεν είναι πολιτική κίνηση, τουλάχιστον επί του παρόντος. Είναι μια πρωτοβουλία για τη σύγκλιση των δυνάμεων της αριστεράς με την κεντροαριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία. Για τις επικείμενες εκλογές που είναι για το ευρωκοινοβούλιο, οποιαδήποτε σύγκλιση σε προγραμματικό επίπεδο οφείλει κατά τη γνώμη μου να αποτυπωθεί με κάποιο τρόπο και στα ψηφοδέλτια. Δεν έχει ακόμα όμως συζητηθεί. Συνιστώσες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πιά. Ούτε και εμείς επιθυμούμε να γίνουμε συνιστώσα. Εργαζόμαστε για μια συμπαράταξη των προοδευτικών δυνάμεων.»
Δεχτήκατε και αρνήσεις από πρόσωπα που προσκαλέσατε να υπογράψουν, έτσι δεν είναι; Αυτό σας έβαλε σε σκέψεις;
«Φυσικά και δεχθήκαμε. Οι περισσότερες προέρχονταν από πολίτες που μας δήλωναν ότι είναι μαζί μας αλλά δεν θέλουν πολιτική ανάμειξη ή ότι θέλουν να δουν πώς θα πάει το εγχείρημα. Προσωπικά το κατανοώ και το σέβομαι. Η πολιτική έχει απαξιωθεί και πολλές από τις προσπάθειες συγκλίσεων έχουν αποτύχει. Άλλοι πάλι πιστεύω ότι δεν μπορούσαν μπροστά στη μεγάλη εικόνα που τους προτείναμε να υποβαθμίσουν τη μικρή, αυτή που δημιουργήθηκε από κάποιες επιμέρους επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα πήραμε και υπογραφές από ανθρώπους που μας ξάφνιασαν θετικά, που είδαν αυτή τη μεγάλη εικόνα και παρέβλεψαν πολλά.»
Στη διακήρυξη της "Γέφυρας" η κριτική προς την κυβέρνηση είναι εξαιρετικά ήπια. Πέρα από τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ και την πολιτεία Βαρουφάκη δεν υπάρχει κάτι άλλο που να στηλιτεύεται. Γιατί; Δεν βλέπετε λάθη στη διακυβέρνηση;
«Δεν γίνεται να καλείς σε διάλογο και να τον δυσκολεύεις από την αρχή. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας μας, η κριτική στην οποία αναφέρεστε συζητήθηκε αρκετά. Επιλέξαμε να συμπεριλάβουμε την προεκλογική, πριν το 2015, στάση του ΣΥΡΙΖΑ, το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής του και τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ως κοινή βάση της κριτικής μας στάσης καθώς και καθυστερήσεις σε αναγκαίες θεσμικές αλλαγές. Δεν είναι όλα αλλά δεν είναι και λίγα. Προσωπικά θεωρώ εξαιρετικά αρνητική την αναβολή της μεταρρύθμισης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης έτσι όπως αυτή προτείνεται στο πόρισμα του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία. Πρόκειται για το πιο ολοκληρωμένο μεταρρυθμιστικό κείμενο που έχουμε για την εκπαίδευση από τη Μεταπολίτευση και μετά. Και είναι κρίμα που μένει στο συρτάρι.»
Αναρωτιούνται πολλοί τι δουλειά έχει με τη σοσιαλδημοκρατία ο ΣΥΡΙΖΑ του Π. Πολάκη; Έχει;
«Τα μεγάλα κόμματα είναι πολυσυλλεκτικά και πολιτικά αλλά και πολιτισμικά. Δεν έχουμε τον ΣΥΡΙΖΑ του 5% και 6% που ήταν πολιτισμικά αρκετά ομογενοποιημένος. Τώρα στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μπορείς να δεις και αντιφατικό πολιτικό προσωπικό. Ακόμα και τον άντρα τον πολλά βαρύ. Αλλά και η σοσιαλδημοκρατία έχει αντίστοιχα φαινόμενα. Θυμάμαι τον Γιαννόπουλο, υπουργό του Σημίτη. Για να μην αναφερθώ και σε περιπτώσεις νυν βουλευτών του ελληνικού κοινοβουλίου που ανήκουν ή ανήκαν σε μικρότερες κοινοβουλευτικές ομάδες όπως το Ποτάμι για παράδειγμα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι σχετικοποιείται το ζήτημα που θέτετε, ότι αφού έγινε στο παρελθόν ή αφού παντού τα ίδια γίνονται, δεν είναι δια και σπουδαίο. Προσωπικά πιστεύω ότι η επιλογή των προσώπων που εκπροσωπούν μια κυβέρνηση της αριστεράς έχει πολύ μεγάλη σημασία. Δεν είναι μόνον οι πολιτικές αλλά και οι πολιτικοί. Πρέπει ταυτόχρονα εδώ να πω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ διακρίνεται για τον πολιτικό της πολιτισμό.»
Οι διεργασίες για τη σύγκλιση Αριστεράς-Κεντροαριστεράς έχουν ως ορίζοντα τις εκλογές ή τη μετεκλογική περίοδο;
«Ο ορίζοντας, αν πάει καλά το εγχείρημα, είναι πολύ μακρυά για να τον δούμε. Οι εκλογές βέβαια είναι καθοριστικές για πάρα πολλά πράγματα. Οι ευρωεκλογές για την αποτροπή του σχηματισμού ενός αρνητικού συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο με μια Ακροδεξιά ηγεμονική και μια δεξιά υπάλληλό της. Οι γενικές εκλογές στην Ελλάδα για την αποτροπή της δεξιάς παλινόρθωσης που εμπόδισε όλα αυτά τα χρόνια να γίνει η χώρα μας μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα διατηρώντας ακραία πελατειακά δίκτυα και ψωνίζοντας αλά καρτ από τα ευρωπαϊκά στάνταρς. Για να μην μιλήσουμε για την χρεοκοπία και το πλήρες αδιέξοδο της πολιτικής τους. Για να μην προσθέσουμε τον εθνολαϊκισμό που φθάνει να εκμεταλλεύεται τα εθνικά αισθήματα των πολιτών με το βλέμμα στραμμένο στις κάλπες.»
Σας έχει πείσει ο Αλ. Τσίπρας ότι το εννοεί όταν μιλάει για προοδευτικό μέτωπο; Η μήπως εννοεί ΣΥΡΙΖΑ+;
«Ο Αλέξης Τσίπρας πιστεύω ότι το εννοεί. Όταν η δική του αριστερά, η ριζοσπαστική, έγινε κυβερνητική δύναμη πιστεύω ότι ήρθε αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που δεν μπορούσε να την φανταστεί. Ενδεχομένως να πίστευε ότι αρκούσε η πολιτική του βούληση για να την αντιμετωπίσει. Δεν αρκούσε όμως. Νομίζω ότι τότε μεγάλο μέρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κατάλαβε πόσο εύκολο είναι να αρθρώνεις πολιτικό λόγο όταν είσαι στην αντιπολίτευση και πόσο δύσκολο είναι να εφαρμόζεις τις πολιτικές σου όταν γίνεσαι κυβέρνηση κυρίως όταν λειτουργείς σε ένα περιβάλλον εξαρτήσεων και δεσμεύσεων. Και ο Αλέξης Τσίπρας δεν σκοπεύει να μείνει στην αντιπολίτευση ακόμα κι αν χρειαστεί να περάσει από αυτήν.
Έχω τη γνώμη ότι δεν θέλει να βρεθεί και πάλι μπροστά σε συγκυρίες όπως αυτή του πρώτου εξαμήνου της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ούτε να αναγκαστεί να συγκυβερνήσει με πολιτικούς τύπου Καμένου. Γί αυτό θεωρώ ότι θέλει το άνοιγμα προς πιο προσγειωμένες εκδοχές της αριστεράς, εκδοχές που αφενός έχουν έγνοια τους πολίτες και στηρίζουν το κοινωνικό κράτος και αφετέρου δέχονται τις μεταρρυθμίσεις που είναι μερικές φορές βραχυπρόθεσμα επώδυνες αλλά μακροπρόθεσμα σωτήριες. Αν το ξανασκεφτούμε, θα δούμε ότι αυτή είναι μια θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στην αριστερή σοσιαλδημοκρατία και την ανανεωτική αριστερά αφενός και τη ριζοσπαστική αριστερά αφετέρου ή αν προτιμάτε ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ της αντιπολίτευσης και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Οι προοδευτικές δυνάμεις που επιθυμούν μέσω της πολιτικής να μειώσουν ή ακόμα και να ανατρέψουν τις ακραίες ανισότητες που δημιουργούν οι οικονομίες της αγοράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη χρειάζονται μια νέα πρόταση. Ελπιδοφόρα αλλά και πειστική για τους ευρωπαίους πολίτες. Και αυτή η πρόταση δεν μπορεί παρά να προκύψει από μια προοδευτική συμμαχία. Αυτή νομίζω ότι είναι η βάση της συνεννόησής και όχι πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη.»
Προοδευτικό μέτωπο με Κουίκ και Παπακώστα γίνεται;
«Θέλω και οφείλω να σας πω ότι συνεργάστηκα με την κα. Παπακώστα όσο ήμουν βουλευτής της ΔΗΜΑΡ στο πλαίσιο της επιτροπής ισότητας στην οποία ήταν πρόεδρος πριν υπουργοποιηθεί από τον Σαμαρά στο υπουργείο υγείας. Η συνεργασία μας ήταν πολύ καλή διότι παρότι η κ. Παπακώστα ήταν πολιτικός μιας συγκεκριμένης κοπής αν θέλετε και δεν προερχόταν από το κίνημα ήταν υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών και όσο την έπαιρνε «στρίμωχνε» την κυβέρνησή της σε διάφορα. Και ταυτόχρονα ψήφιζε όλα τα προοδευτικά μέτρα που κατάφερναν να περνάνε από τη λογοκρισία της ΝΔ, όπως για παράδειγμα το νομοσχέδιο του Ρουπακιώτη για τους εξαρτημένους. Και δεν τα λέω αυτά επειδή είναι γυναίκα πολιτικός. Το λέω διότι έτσι τα βίωσα. Αλλά και για έναν ακόμα λόγο: για τις γυναίκες πολιτικούς πολλές φορές η κρίση μας είναι σεξιστική ακόμα και όταν δεν το καταλαβαίνουμε. Και υποκριτική. Όταν ήταν στη ΝΔ ήταν μια χαρά, όταν διαφοροποιήθηκε ξεκίνησαν τα υποτιμητικά σχόλια.
Και ένα γενικό σχόλιο.
«Να χαμηλώσουν οι τόνοι. Υπάρχει μεγάλη πόλωση που με φοβίζει. Φανατισμός και μίσος κυρίως κατά του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και κατά οποιασδήποτε κίνησης που βλέπει θετικά το ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι σαν την άλλη όψη της κρεμάλας που περίμενε τους πολιτικούς που ψήφιζαν τα μνημόνια την περίοδο πριν το 2015. Ο φανατισμός τυφλώνει την κρίση και απαξιώνει τη δημοκρατία μας. Για να πάμε μπροστά πρέπει να μπορούμε όχι μόνο να θυμόμαστε αλλά και να ξεχνάμε. Δεν γίνεται να κοιτάμε διαρκώς πίσω, να γίνεται το παρελθόν εμπόδιο για να συμβιώσουμε και να πάμε μπροστά».
Απολύτως αναγκαία χαρακτηρίζει τη Συμφωνία των Πρεσπών η Μαρία Ρεπούση, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο newsbeast.gr, τονίζοντας τη σημασία που έχει για την περιοχή των Βαλκανίων και την Ευρώπη συνολικά.
«Μια συμφωνία με τη γείτονα χώρα που θα έλυνε τη μεταξύ μας μακροχρόνια ονοματολογική εκκρεμότητα και όσα ακολουθούσαν αυτή τη διάσταση ήταν απολύτως αναγκαία. Για την Ελλάδα, τα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τον δυτικό κόσμο. Για όλους δηλαδή. Γι' αυτό και η διεθνής ευρωπαϊκή και δυτική κοινότητα προσπάθησε πολύ να φθάσουμε στη συμφωνία. Δεν υπάρχει σήμερα πολιτική δύναμη στην Ευρώπη που να μην υποστηρίζει τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η Ελλάδα, μια ευρωπαϊκή χώρα στο άκρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης οφείλει να πρωταγωνιστεί για την ειρήνευση και την καλή γειτονία στην περιοχή της και όχι να έχει προβλήματα σε όλα της τα σύνορα. Να επικεντρώσει τις δυνάμεις εκεί όπου πραγματικά υπάρχει πρόβλημα» επισημαίνει η καθηγήτρια Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
«Από τη Βόρεια Μακεδονία η Ελλάδα δεν κινδυνεύει σε τίποτα» τονίζει η κ. Ρεπούση, αναφορικά με τη συζήτηση για τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν για τη χώρα από τον αλυτρωτισμό του λαού αλλά και της ηγεσίας της ΠΓΔΜ. «Είναι μια μικρή χώρα με πολυεθνοτική πληθυσμιακή βάση που χρειάζεται μια πολιτειακή ταυτότητα που την ενώνει και δεν τη διασπά. Χρόνια τώρα η μακεδονική πολιτειακή ταυτότητα φαίνεται ότι συνιστά τον συνεκτικό της κρίκο. Είναι ο λόγος για τον οποίο τη χρειάζονται και όχι διότι έχουν επεκτατικές βλέψεις».
«Η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια καλή συμφωνία και για την Ελλάδα αλλά και για τη Βόρεια Μακεδονία. Για την Ελλάδα διότι ο ονοματολογικός προσδιορισμός είναι γεωγραφικός, γεγονός που δεν θίγει την ελληνική Μακεδονία. Επίσης διότι αναφέρεται σε υπηκοότητα και όχι σε εθνότητα και τρίτο διότι ορίζεται η σλαβική προέλευση της μακεδονικής γλώσσας» επισημαίνει, απαντώντας στα ερωτήματα που προκύπτουν από το ζήτημα της υπηκοότητας/ιθαγένειας και της γλώσσας.
Η κ. Ρεπούση αναφέρεται και στη διαχείριση του θέματος από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «Αυτά τα τρία θα έπρεπε να καθησυχάζουν τους Έλληνες πολίτες που ανησυχούν ή έμαθαν να ανησυχούν. Και τους πολιτικούς. Αυτοί όμως έχουν άλλες προτεραιότητες. Το Μακεδονικό έγινε η μητέρα των μαχών για τη μείζονα αντιπολίτευση προκειμένου να πέσει η κυβέρνηση Τσίπρα. Εκμεταλλεύονται με άλλα λόγια ένα εθνικό, κατά τα λεγόμενά τους, ζήτημα, προκειμένου να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές. Βάζουν το κομματικό τους συμφέρον πάνω από όλα. Αναιρούν το ίδιο το φιλελεύθερο παρελθόν τους και τη γραμμή που είχαν για την επίλυση του μακεδονικού. Ξεχνούν τις προσπάθειες του Κ. Μητσοτάκη αλλά και κάποιες πιο χλιαρές επόμενων πρωθυπουργών που τώρα σιωπούν. Και δεν ενδιαφέρονται αν με αυτόν τον τρόπο ταΐζουν τον ακραίο εθνικισμό που ο γνήσιος πολιτικός του φορέας υποδοχής είναι η Χρυσή Αυγή. Ο ρόλος τους όχι μόνον δεν είναι πατριωτικός αλλά το αντίθετο. Πιστεύω ότι θα το βρουν μπροστά τους, αλλά δυστυχώς και όλοι εμείς που είμαστε πολίτες αυτής της χώρας».
Όσον αφορά τις αντιδράσεις των πολιτών απέναντι στη συμφωνία, η Μαρία Ρεπούση κάνει έκκληση να επικρατήσει η ψυχραιμία και η κριτική ματιά:
«Θέλω να τελειώσω αυτή τη σύντομη παρέμβαση με τους πολίτες που δεν είναι εθνικιστές αλλά έχουν πεισθεί από τη ρητορική του εθνικισμού αναφορικά με το Μακεδονικό. Δεν ήταν άλλωστε δύσκολο. Έτσι μεγάλωσαν, αυτήν την ιστορία έμαθαν στο σχολείο: Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική. Είναι συνακόλουθα δύσκολο να παραμερίσουν τα στερεότυπα τα οποία είναι κεντρικά για την ιστορική τους κουλτούρα. Μήπως θα έπρεπε να αναστοχαστούν όσα τους έμαθαν; Να δουν με κριτικό μάτι και τις δικές τους βεβαιότητες; Να αποκτήσουν δική τους γνώμη; Να είναι πολίτες με όλη τη σημασία του όρου; Αυτή δεν είναι άλλωστε η μέγιστη οφειλή για την Ελλάδα αλλά και για όλες τις σύγχρονες χώρες;».