Παρόλο που από τα φοιτητικά μου χρόνια έχω πάρει μέρος σε πολλά συνέδρια της αριστεράς, είναι η πρώτη φορά που συμμετείχα σε ένα τόσο μαζικό συνέδριο με 6000 περίπου συνέδρους που ήταν ταυτόχρονα ένα πολιτικό γεγονός πρώτης γραμμής καθώς αφορούσε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το πλήθος του κόσμου, συνέδρων και μη, οι μεγάλες οθόνες, τα φώτα της δημοσιότητας, η νέα για μένα συνεδριακή κουλτούρα, δεν απότρεψε να έχει το συνέδριο απίστευτη πολιτική ζωντάνια. Αισθανόσουν ότι παρά την περίφραξη που γίνεται συχνά από τις τάσεις στα μέλη του κόμματος, γεγονός και προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό και τις πολιτικές αποφάσεις, κρίνονταν σημαντικά πράγματα σ’ αυτό το συνέδριο και δίνονταν μαθήματα. Ένα πρώτο μάθημα δόθηκε κατά τη γνώμη μου το Σάββατο με τη ψηφοφορία για την εκλογή ηγεσίας από τη βάση του κόμματος. Παρά τις προθέσεις που αποδόθηκαν για το τι δρομολογείται μέσα από τις προτάσεις του προέδρου, οι σύνεδροι στην συντριπτική τους πλειοψηφία επιδοκίμασαν μια αλλαγή που δίνει αδιαμεσολάβητο λόγο στα μέλη του κόμματος και ενισχύει τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Δεν συμμερίστηκαν τους φόβους ή ακόμα και αν τους συμμερίστηκαν δεν τους άφησαν να κυριαρχήσουν. Η κατεύθυνση που δόθηκε μέσα από αυτήν τη ψηφοφορία είναι κατά τη γνώμη μου σαφής. Θέλουμε ένα κόμμα με όσο γίνεται περισσότερες δυνατότητες άμεσης συμμετοχής των μελών, ένα κόμμα που θα σπάει κατά το δυνατόν το πυραμιδικό μοντέλο οργάνωσης του κόμματος. Ελπίζω ότι η κάλπη της 15ης Μαΐου θα ενισχύει ακόμα περισσότερο αυτήν την προοπτική θεσπίζοντας τα δημοψηφίσματα που προτείνονται και επιτρέποντας τις οριζόντιες δικτυώσεις ανάμεσα στα μέλη και στις οργανώσεις. Το αντεπιχείρημα που προβάλλεται συχνά για τη λειτουργία της διαβούλευσης στη δημοκρατική λειτουργία του κόμματος είναι σωστό αλλά υποτιμάει τις σύγχρονες τροπικότητες διαβούλευσης που διαθέτουν σήμερα οι πολίτες και κυρίως οι νέοι πολίτες στους οποίους θέλουμε να δώσουμε ευκαιρίες συμμετοχής πέρα και πάνω από τα κλασικά πυραμιδικά κομματικά σχήματα. Να προσθέσω εδώ ότι τα πολιτικά κόμματα είναι κατεξοχήν οι δημοκρατικοί εκείνοι θεσμοί οι οποίοι δίνουν τη δυνατότητα στους ίδιους τους πολίτες να εκφράζουν τις ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές τους απόψεις και να συμμετέχουν στο σχηματισμό των πολιτικών αποφάσεων. Με αυτήν την έννοια πρόκειται για θεσμούς που οδηγούν σε μια ποιοτική μεταβολή της Δημοκρατίας μετριάζοντας την έμμεση λειτουργία υπέρ της άμεσης. Γι’ αυτό και η λειτουργία τους δεν είναι αδιάφορη για το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Όσοι και όσες έσπευσαν από άλλα κόμματα να συκοφαντήσουν το ΣΥΡΙΖΑ- ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ για εσωστρέφεια στο 3ο του συνέδριο υποτιμούν την παραπάνω αλήθεια. Τα κόμματα δεν είναι εργαλεία για την κομματική προπαγάνδα, είναι ένας από τους κύριους χώρους έκφρασης της πολιτικής βούλησης της κοινωνίας και ο τρόπος που λειτουργούν είναι ταυτόχρονα καθρέφτης για το πως αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία.
Ένα δεύτερο μάθημα δόθηκε με την 2η ψηφοφορία αναφορικά με το άρθρο 4 για την ένταξη νέων μελών στο κόμμα. Φάνηκε καθαρά ότι οι σύνεδροι δεν ήταν στοιχισμένοι/ες στην πλειοψηφία και τη μειοψηφία που είχε αναδειχθεί στην κάλπη της προηγούμενης ημέρας και πολλοί/ές συμμερίζονταν τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί στη διάρκεια της προσυνεδριακής διαδικασίας για τον τρόπο ένταξης νέων μελών. Ανεξάρτητα από τα αν συμμερίζεται κανείς ή όχι τις ανησυχίες αυτές, -προσωπικά δεν τις συμμερίζομαι- η ψηφοφορία έδειξε ότι τα μέλη του κόμματος δεν είναι μαντρωμένα στις υπάρχουσες κομματικές τάσεις αλλά έχουν τα αυτιά τους ανοικτά σε επιχειρήματα της άλλης άποψης. Πιστεύω ότι αν οι ψηφοφορίες της Κυριακής συνεχίζονταν θα παίρναμε και άλλα σχετικά μαθήματα. Θα συνειδητοποιούσαν όσοι έσπευσαν αδικαιολόγητα να εγκαλέσουν την επιτροπή καταστατικού για τον αποκλεισμό τους ή την αδυναμία συνθέσεων ότι και εκφράστηκαν όλες οι απόψεις, ότι και πολλές συνθέσεις έγιναν, ότι και οι πλειοψηφίες- μειοψηφίες δεν ήταν αμετακίνητα στρατόπεδα. Βιάστηκαν να υιοθετήσουν μια στρατηγική έντασης η οποία εκ του αποτελέσματος εμπόδισε τη συνέχιση των ψηφοφοριών.
Θα ήθελα τέλος να τελειώσω με την υιοθέτηση του 50-50 που φέρνει στο φως ένα τεράστιο έλλειμα της Δημοκρατίας και μια κατάφωρη αδικία: την υποαντιπροσωπευτικότητα των γυναικών στα κέντρα λήψης των πολιτικών αποφάσεων εντός και εκτός των κομμάτων και τη μετατροπή μιας πλειοψηφικής κατηγορίας πολιτών όπως είναι οι γυναίκες και οι θηλυκότητες σε πολιτική μειοψηφία. Δεν υπάρχει στη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας μεγαλύτερη αντίφαση. Το 3ο συνέδριο αναγνώρισε την παραπάνω αλήθεια και μετακινήθηκε από τη λογική των ποσοστώσεων στην ισάριθμη κατά φύλα αντιπροσώπευση λειτουργώντας παραδειγματικά σε μια κοινωνία στην οποία τα έμφυλα εγκλήματα αναδεικνύονται πια με το όνομά τους και η έμφυλη βία ξεκίνησε να καταγράφεται. Δεν θεωρούμε ότι το 50-50 θα λύσει τις διακρίσεις που γεννά η πατριαρχία αλλά ότι είναι ένα σημαντικό βήμα στην προοπτική της έμφυλης δικαιοσύνης όπως ήταν κάποτε και η ψήφος των γυναικών. Το τρίτο σημαντικό μάθημα ήταν κατά τη γνώμη μου αυτό. Και η συντριπτική πλειοψηφία, σχεδόν ομοφωνία με την οποία ψηφίστηκε. Διέψευσε όσους και όσες υποστήριζαν ανοικτά ή συγκαλυμμένα ότι το αίτημα της ισάριθμης αντιπροσώπευσης δεν ήταν ώριμο ή δεν είναι αξιοκρατικό αγνοώντας ότι όσο οι γυναίκες είναι πολιτικά ορατές τόσο λιγότερο ευάλωτες στον αποκλεισμό και τη βία.
Μαρία Ρεπούση, Ιστορικός.