Η πολιτική χρειάζεται για να αποφεύγει τους πολέμους , όχι να τους προετοιμάζει.

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι καθημερινά πρώτη είδηση στην τηλεοπτική τουλάχιστον ειδησιογραφία. Η είδηση έχει στη χώρα μας τη μορφή απειλής της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας και οι Έλληνες πολίτες παρακολουθούν στρατιωτικούς, αναλυτές επί των εθνικών λεγόμενων θεμάτων, καθηγητές διπλωματικής ιστορίας  και πολιτικούς να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ακεραιότητα των νησιών. Και να συναγωνίζονται μεταξύ τους για την αναγκαιότητα της επίδειξης πυγμής απέναντι στους Τούρκους. Το ίδιο γίνεται και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Τα ελληνικά νησιά παρουσιάζονται ως ορμητήριο κατά της τουρκικής ακεραιότητας και η ελληνική εξωτερική πολιτική ως εκστρατεία δυσφήμισης της Τουρκίας στα διεθνή φόρα και αποξένωσής της  από τους δυτικούς συμμάχους της. Στην Τουρκία μάλιστα είναι ενδεχομένως η πρώτη φορά που η Ελλάδα και οι Έλληνες γίνονται ο κατεξοχήν Άλλος στην τουρκική εθνική αφήγηση. Ενώ για μας, για την ελληνική ιστορική κουλτούρα, οι Τούρκοι ήταν, με εξαίρεση ένα πολύ μικρό διάστημα, πάντα Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΧΘΡΟΣ, στην Τουρκία τα πράγματα ήταν μοιρασμένα για να μην πω ότι οι Κούρδοι είχαν την μερίδα του λέοντος.

Για πρώτη φορά λοιπόν έχουμε μια επιδείνωση η οποία εγγράφεται στην εκεί συλλογική μνήμη και δεν είναι πρόσκαιρο παρακολούθημα της τουρκικής κυβερνητικής πολιτικής. Και ο Ερντογάν να φύγει, αυτό θα μείνει, φοβάμαι. Και θα είναι εκεί για να υποστηρίζει την επιθετική πολιτική της Άγκυρας.  Η Ελλάδα, κατέληξε να συγκεντρώσει πάνω της όλον τον αντιδυτισμό της Τουρκίας, όλο το αίσθημα της δυτικής αδικίας απέναντι στο τουρκικό έθνος. Ένα έθνος που σύμφωνα με τα τουρκικά λεγόμενα σηκώνει όλο το βάρος της αθρόας μετανάστευσης και προστατεύει έτσι τα ευρωπαϊκά σύνορα, ένα έθνος που ενώ είναι μεγάλο όχι μόνον η Δύση δεν αναγνωρίζει το μεγαλείο του αλλά το μεταχειρίζεται ως παρία  της διεθνούς σκηνής. Τα πράγματα έγιναν λοιπόν πολύ πιο σοβαρά από ότι θα περίμενε κανείς καθώς η ιστορία μας διδάσκει ότι πριν τους πραγματικούς πολέμους προηγούνται οι συμβολικοί πόλεμοι του δίκαιου και του άδικου που οι αντίπαλοι επικαλούνται για την επίλυση των διαφορών τους. Η απειλή βιώνεται στη συλλογική κουλτούρα και το βίωμα αυτό προετοιμάζει την πραγματοποίησή της.

Έχουμε δίκιο λοιπόν να ανησυχούμε. Έχουμε να κάνουμε με ένα εξαιρετικά δύσκολο και απειλητικό πρόβλημα. Από τη μια να βιώνουμε μια συνεχή απειλή από τη γείτονα χώρα και από την άλλη να είμαστε υποχρεωμένοι/ες να συμβιώσουμε με αυτήν καθώς η Τουρκία δεν θα πάψει ποτέ να είναι δίπλα μας. Από τη μια, για να αποτρέψουμε την απειλή να κορυφώνουμε την ένταση προετοιμάζοντας και δηλώνοντας σε όλους τους τόνους την στρατιωτική και διπλωματική ετοιμότητά μας και από την άλλη να χρειαζόμαστε πάση θυσία να πέσουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης για να ανοίξει ο δρόμος του διαλόγου.

Γι’ αυτό εξάλλου χρειάζεται η πολιτική. Για να μπορεί να επιλύει τέτοιου είδους ζητήματα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όχι για να ετοιμάζει πολέμους αλλά για να τους αποφεύγει. Χωρίς να είναι ενδοτική αλλά λογισμένα μαχητική και κυρίως αποτελεσματική στην επίλυση των διαφορών  που υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος που δεν λέει να τελειώσει οφείλει πολλά να μας διδάξει .

Μαρία Ρεπούση

Ιστορικός, ΑΠΘ